- ἀετώσιος
- ἀετώσιος, ον, apptly.A = ἐτώσιος, Ibyc.51, cf. Hsch., EM20.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αετώσιος — ἀετώσιος, ον (Α) αντί τού ἐτώσιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ προθ. + ἐτώσιος] … Dictionary of Greek
ἀετώσιος — ἀέτωσις arched roof fem gen sg (epic doric ionic aeolic) ἀετώσιος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀετώσιον — ἀετώσιος masc/fem acc sg ἀετώσιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)